Μια νύχτα, ενώ κοιμούνται όλοι στο σπίτι, σηκώνεται ο μικρός Ερνέστο, πέντε χρονών, από το κρεββάτι του και πηγαίνει στο δωμάτιο των γονιών του. Στέκεται κοντά στο κρεββάτι από τη μεριά του μπαμπά του και, τραβώντας τα σκεπάσματα, τον ξυπνάει.“Πόσα λεφτά βγάζεις μπαμπά;” τον ρωτάει.
“Τι…πως;” ρωτάει ο μπαμπάς αγουροξυπνημένος.
“Πόσα λεφτά βγάζεις από τη δουλειά σου”.
“Αγοράκι μου, είναι δώδεκα η ώρα… Είναι νύχτα, πήγαινε στο κρεββάτι σου να κοιμηθείς”.
“Εντάξει, μπαμπά, θα πάω. Πες μου, όμως, πόσα βγάζεις από τη δουλειά σου;”
Ανασηκώνεται ο μπαμπάς στο κρεββάτι και προσπαθώντας να πνίξει τον θυμό του τον διατάζει:
“Στο κρεββάτι σου αμέσως. Αυτά τα πράγματα δεν είναι για σένα! Και μάλιστα να ρωτάς μες στα μαύρα μεσάνυχτα!” και με τεντωμένο το δάχτυλο του δείχνει την πόρτα.
Ο Ερνέστο κατεβάζει το κεφάλι και γυρίζει στο δωμάτιό του. Το επόμενο πρωί ο μπαμπάς σκέφτεται πως ίσως ήταν υπερβολικά αυστηρός με τον Ερνέστο. Η περιέργεια του παιδιού δεν άξιζε τέτοια επίπληξη. Το βράδυ στο φαγητό, για να επανορθώσει, αποφασίζει ο μπαμπάς να απαντήσει στο παιδί.
“Σχετικά μ’ αυτό που με ρώτησες τη νύχτα, Ερνέστο, ο μισθός μου είναι 2.800 πέσος, με τις κρατήσεις όμως μου μένουν 2.200″
“Ούου!…βγάζεις πολλά, μπαμπά” του λέει ο Ερνέστο.
“Όχι και τόσα αγάπη μου, έχουμε πολλά έξοδα”.
“Αααα και δουλεύεις πολλές ώρες.”
“Ναι, μωρό μου, πολλές ώρες.”
“Πόσες μπαμπά;”
“Όλη μέρα, αγόρι μου, όλη μέρα.”
“Αααα…” συμφωνεί ο μικρός και συνεχίζει. “Τότε έχεις πολλά χρήματα, έτσι δεν είναι;”
“Φτάνουν πια οι ερωτήσεις. Είσαι πολύ μικρός για να μιλάς για χρήματα.”
Μετά πέφτει σιωπή στην τραπεζαρία, και σιωπηλοί πάνε όλοι για ύπνο.
Τη νύχτα, μια νέα επίσκεψη του μικρού Ερνέστο, διακόπτει τον ύπνο των γονιών του.
Αυτή τη φορά στο χέρι του κρατάει ένα χαρτί με κάτι ορνιθοσκαλίσματα που μοιάζουν με νούμερα.
“Μπαμπά, μπορείς να μου δανείσεις πέντε πέσος;”
“Ερνέστο…είναι δύο η ώρα, είναι νύχτα!!!” διαμαρτύρεται ο μπαμπάς.
“Ναι, αλλά μπορείς σε παρακαλώ…”
Εκείνος όμως δεν τον αφήνει να τελειώσει τη φράση του.
“Αυτό ήταν λοιπόν το θέμα. Γι’ αυτό έκανες όλες αυτές τις ερωτήσεις για τα λεφτά, αναιδέστατο παιδί. Πήγαινε αμέσως στο κρεββάτι σου πριν σε πιάσω και σου τις βρέξω με την παντόφλα…Φύγε από δω. Εμπρός. Στο κρεββάτι σου!”
Ακόμη μια φορά, τώρα όμως με σουφρωμένα χείλη, πάει προς την πόρτα ο Ερνέστο σέρνοντας τα πόδια του.
Μισή ώρα αργότερα, ίσως γιατί κατάλαβε ότι ήταν υπερβολικός, μπορεί και μετά από μεσολάβηση της μαμάς, ή απλώς γιατί η ενοχή δεν τον άφηνε να κοιμηθεί, πηγαίνει ο μπαμπάς στο δωμάτιο του παιδιού. Από την πόρτα τον ακούει να σιγοκλαίει, σχεδόν χωρίς να ακούγεται.
Κάθεται στο κρεββάτι δίπλα του και αρχίζει να του μιλάει.
“Συγχώρεσέ με που σου έβαλα τις φωνές Ερνέστο, είναι όμως δύο τα ξημερώματα κι όλος ο κόσμος κοιμάται…Κανένα μαγαζί δεν είναι ανοιχτό τέτοια ώρα…Δεν μπορούσες να περιμένεις ως το πρωί;”
“Ναι, μπαμπά” απαντάει ο μικρός μέσα σε αναφιλητά.
Ο μπαμπάς βάζει το χέρι στην τσέπη και βγάζει το πορτοφόλι του απ’ όπου παίρνει ένα χαρτονόμισμα των πέντε πέσος. Το αφήνει στο κομοδίνο και του λέει:
“Ορίστε λοιπόν τα χρήματα που μου ζήτησες.”
Ο μικρός, σκουπίζει τα δάκρυά του με το σεντόνι, πηδάει από το κρεββάτι, πάει στην ντουλάπα του, παίρνει ένα μεταλλικό κουτί και βγάζει από το κουτί μερικά κέρματα και κάτι λίγα χαρτονομίσματα του ενός πέσο. Βάζει τα πέντε πέσος μαζί με τα άλλα και μετράει με τα δάχτυλα πόσα χρήματα έχει.
Μετά παίρνει στα χέρια του τα χρήματα και τα βάζει πάνω στο κρεββάτι μπροστά στον μπαμπά του που όλη αυτήν την ώρα τον παρακολουθεί χαμογελώντας.
“Τώρα μάλιστα!” λέει ο Ερνέστο, “φτάνουν ίσα, ίσα. Εννιά πέσος και πενήντα λεπτά.”
“Μπράβο πολύ ωραία, αγοράκι μου. Και τι θα τα κάνεις αυτά τα λεφτά;”
“Μου πουλάς μια ώρα από το χρόνο σου, μπαμπά;”
..................................